- αμαρκάλιστος
- η , ο непокрытый, неоплодотворённый (о животных)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αμαρκάλιστος — η, ο [μαρκαλίζω] (για κατσίκες ή πρόβατα) αυτός που δεν μαρκαλίστηκε, ανεπίβατος, αβάτευτος … Dictionary of Greek
αμαρκάλιστος — η, ο (κυρίως για προβατίνες και γίδες), αυτός που δε μαρκαλίστηκε, δε βατεύτηκε: Οι προβατίνες ήταν ακόμη αμαρκάλιστες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αβάτευτος — η, ο [βατεύω] 1. (για ζώα και πτηνά) αυτός που δεν βατεύτηκε, ανόχευτος, ανεπίβατος, αμαρκάλιστος 2. αυτός που δεν προήλθε από βάτευση 3. υγιής, αβλαβής … Dictionary of Greek
απήδηχτος — απήδηχτος, η, ο και απήδητος, η, ο 1. αυτός τον οποίο δεν πήδησε κανείς ή δεν μπορεί να πηδήσει: Το ύψος που πηδήθηκε από τον αθλητή εκείνον μένει και σήμερα απήδητο. 2. (για ζώα), αμαρκάλιστος: Οι κατσίκες ήταν ακόμη απήδηχτες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)